- ἐναποικοδομήσαντες
- ἐναποικοδομέωenclose by a wallaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναποικοδομώ — ἐναποικοδομῶ ( έω) (Α) κλείνω κάποιον σ ένα οικοδόμημα χωρίς έξοδο («τὸν προδότην ἐναποικοδομήσαντες διέφθειραν», Πολύαιν.) … Dictionary of Greek